- αλειτουργησία
- η непосещение церкви
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀλειτουργησία — ἀλειτουργησίᾱ , ἀλειτουργησία exemption from fem nom/voc/acc dual ἀλειτουργησίᾱ , ἀλειτουργησία exemption from fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλειτουργησία — και αλειτουργησιά η (Α ἀλειτουργησία) [ἀλειτούργητος] νεοελλ. 1. η μη τέλεση λειτουργίας ή άλλης θρησκευτικής ακολουθίας για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. η μη προσέλευση κάποιου σε θρησκευτικές ακολουθίες μσν. 1. (ως πειθαρχική ποινή κληρικών)… … Dictionary of Greek
ἀλειτουργησίαν — ἀλειτουργησίᾱν , ἀλειτουργησία exemption from fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλειτούργητος — η, ο (AM ἀλειτούργητος, ον) (νεοελλ. μσν.) αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θεία λειτουργία νεοελλ. Ι (για ναό) 1. αυτός τού οποίου τα εγκαίνια δεν τελέστηκαν ακόμη, ο ανεγκαινίαστος 2. αυτός που παραμένει κλειστός για μεγάλο διάστημα, που δεν… … Dictionary of Greek
aliturgesy — † aliˈturgesy Obs. 0 [ad. Gr. ἀλειτουργησία, f. ἀ priv. + λειτουργέ ειν to fill a public charge: see liturgy.] ‘A franchisement, or exemption from any publick office or charge.’ Bailey 1731; Ash 1775 … Useful english dictionary